- στροβιλίζομαι
- swirl
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
στροβιλίζομαι — στροβιλίζομαι, στροβιλίστηκα βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αεροδονούμαι — ἀεροδονοῦμαι ( έομαι) (Μ) στροβιλίζομαι, στριφογυρίζω στον αέρα … Dictionary of Greek
αεροστροβιλίζω — και αγεροστροβιλίζω στροβιλίζομαι στον αέρα … Dictionary of Greek
βόμβος — Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βομβιδών και της υποτάξης των κλειστογάστρων. Ονομάζονται επίσης ψιθυριστές και μπάμπουρες. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία και σε όλη την Αμερική, σε ετήσιες κοινωνίες, αποτελούμενες από μία βασίλισσα,… … Dictionary of Greek
περιδινώ — έω, ΝΜΑ 1. περιστρέφω γρήγορα κάτι, στροβιλίζω («τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῡν», Λουκιαν.) 2. πάπ. περιδινούμαι, έομαι υφίσταμαι περιδίνηση, στροβιλίζομαι (αρχ,) μέσ. περιδιαβάζω, στριφογυρνώ εδώ κι εκεί («εἶτα τὸ δειλινὸν… … Dictionary of Greek
περιπαλάσσομαι — Α 1. (στον Δημόκρ.) (για τα άτομα) εκτινάσσομαι ολόγυρα, εξακοντίζομαι γύρω, στροβιλίζομαι 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιπαλαχθῆναι περιπλακῆναι». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + παλάσσομαι «κινώ, σείω, εξακοντίζω»] … Dictionary of Greek
στροβιλίζω — ΝΑ [στρόβιλος] στρέφω κάτι ολόγυρα σαν σβούρα, τό περιστρέφω, τό στριφογυρίζω νεοελλ. μέσ. στροβιλίζομαι χορεύω κάνοντας συνεχείς στροφές, διαγράφοντας κύκλους … Dictionary of Greek
συνδινούμαι — έομαι, Μ συστρέφομαι, στροβιλίζομαι μαζί ή συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»] … Dictionary of Greek
στροβιλίζω — στροβιλίζω, στροβίλισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: στροβιλίζω : ορισμένες φορές έχει και την έννοια του στροβιλίζομαι (π.χ. στο νου μου στροβιλίζουν μαύρες σκέψεις) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής